- Κρητάρχης
- Κρητάρχης, ου, ὁ,A president of the κοινόν of Crete, CIG2744 ([place name] Aphrodisias).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρητάρχης — κρητάρχης, ὁ (Α) επιγρ. πρόεδρος τού κοινού τής Κρήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρης, ητός + άρχης* (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek